- αναγκασμός
- αναγκασμός, ο και ανάγκαση, η και ανάγκασμα, το, -ατοςεξαναγκασμός, πίεση: Αυτό που κάνεις είναι αναγκασμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναγκασμός — ο (Μ ἀναγκασμός) [αναγκάζω] επιβολή βίας, εξαναγκασμός, καταναγκασμός … Dictionary of Greek
αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… … Dictionary of Greek
εξαναγκασμός — ο [εξαναγκάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαναγκάζω, αναγκασμός, άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε κάποιον για να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
ζόρεμα — το [ζορεύω] ζόρισμα, ζόρι, αναγκασμός, πίεση … Dictionary of Greek
εξαναγκασμός — ο η επιβολή βίας, άσκηση πίεσης (με λόγια ή έργα), αναγκασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)